- ἑρμίς
- ἑρμίςbedpostmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑρμίν — ἑρμίς bedpost masc acc sg ἑρμί̱ν , ἑρμίς bedpost masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμῖνα — ἑρμίς bedpost masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμῖνας — ἑρμίς bedpost masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμῖνε — ἑρμίς bedpost masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμῖνες — ἑρμίς bedpost masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμῖνος — ἑρμίς bedpost masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμῖσι — ἑρμίς bedpost masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμῖσιν — ἑρμίς bedpost masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμῖν' — ἑρμῖνα , ἑρμίς bedpost masc acc sg ἑρμῖνι , ἑρμίς bedpost masc dat sg ἑρμῖνε , ἑρμίς bedpost masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek